- έξωχρος
- ἔξωχρος, -ον (Α)ο πολύ ωχρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔξωχρος — very pale masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔξωχρον — ἔξωχρος very pale masc/fem acc sg ἔξωχρος very pale neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξώχρους — ἔξωχρος very pale masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔξωχρα — ἔξωχρος very pale neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔξωχροι — ἔξωχρος very pale masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek